- αἴρουσιν
- αἴρωattachpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)αἴρωattachpres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αἱροῦσιν — αἱρέω take with the hand pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric) αἱρέω take with the hand pres ind act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπόλιο — το / περιπόλιον ΝΜΑ [περίπολος] σταθμός, κατάλυμα τών περιπόλων («περιπόλιον αἱροῡσιν ὃ ἦν ἐπὶ τῷ Ἄληκι ποταμῷ», Θουκ.) νεοελλ. μικρό κτήριο με τυφεκήθρες, τού οποίου η άμυνα ανατίθεται σε μικρό τμήμα πεζικού μσν. αρχ. προάστιο ή αστική… … Dictionary of Greek